αἰθέριος — of masc nom sg αἰθέριος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθερίως — αἰθέριος of adverbial αἰθέριος of masc acc pl (doric) αἰθέριος of adverbial αἰθέριος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέριον — αἰθέριος of masc acc sg αἰθέριος of neut nom/voc/acc sg αἰθέριος of masc/fem acc sg αἰθέριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίων — αἰθέριος of fem gen pl αἰθέριος of masc/neut gen pl αἰθέριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίοιο — αἰθέριος of masc/neut gen sg (epic) αἰθέριος of masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίοις — αἰθέριος of masc/neut dat pl αἰθέριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίοισι — αἰθέριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰθέριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίοισιν — αἰθέριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰθέριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίου — αἰθέριος of masc/neut gen sg αἰθέριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)